- καταρρόφησις
- καταρρόφησις, ἡ (Α) [καταρροφώ]η κατάποση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρρόφησις — swallowing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρροφήσει — καταρρόφησις swallowing fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταρροφήσεϊ , καταρρόφησις swallowing fem dat sg (epic) καταρρόφησις swallowing fem dat sg (attic ionic) καταρροφέω aor subj act 3rd sg (epic) καταρροφέω fut ind mid 2nd sg καταρροφέω fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρροφήσῃ — καταρροφήσηι , καταρρόφησις swallowing fem dat sg (epic) καταρροφέω aor subj mid 2nd sg καταρροφέω aor subj act 3rd sg καταρροφέω fut ind mid 2nd sg καταρροφέω aor subj mid 2nd sg καταρροφέω aor subj act 3rd sg καταρροφέω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)